φιόγκος

φιόγκος
ο
(λ. ιταλ.)
1. τρόπος δεσίματος λαιμοδέτη, κορδέλας, κορδονιού κτλ., σε σχήμα πεταλούδας: Η μπομπονιέρα έχει ωραίο φιόγκο στην κορδέλα της.
2. λαιμοδέτης δεμένος με αυτόν τον τρόπο, φιογκάκι: Μ' αυτό το επίσημο κοστούμι αυτός μόνο ο φιόγκος ταιριάζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιόγκος — ο, Ν 1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας 2. (κατ επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο 3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»] …   Dictionary of Greek

  • φιογκάκι — το, Ν [φιόγκος] υποκορ. τ. τού φιόγκος …   Dictionary of Greek

  • παπιγιόν — το (λ. γαλλ.), λαιμοδέτης, πεταλούδα, φιόγκος, «οριζόντιο περιλαίμιο» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιογκάκι — το (υποκορ. του φιόγκος βλ. λ.), μικρός λαιμοδέτης δεμένος σε σχήμα πεταλούδας: Το φιογκάκι του ταιριάζει με το πουκάμισό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”