- φιόγκος
- ο(λ. ιταλ.)1. τρόπος δεσίματος λαιμοδέτη, κορδέλας, κορδονιού κτλ., σε σχήμα πεταλούδας: Η μπομπονιέρα έχει ωραίο φιόγκο στην κορδέλα της.2. λαιμοδέτης δεμένος με αυτόν τον τρόπο, φιογκάκι: Μ' αυτό το επίσημο κοστούμι αυτός μόνο ο φιόγκος ταιριάζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.